Ημικρανία. Μια ασθένεια που δεν της έχει δοθεί η σημασία που πρέπει.
Κρίσεις πολύ ισχυρού πονοκεφάλου, που εμφανίζονται απροειδοποίητα και συχνά συνοδεύονται από δυσανεξία στο φως, τους ήχους, τις οσμές, ναυτία ή και εμετό. Μεγάλη δυσκολία ή και αδυναμία για φυσιολογική καθημερινή λειτουργικότητα, αλλά και για προγραμματισμό δραστηριοτήτων. Και αυτό να συμβαίνει μία ή και περισσότερες φορές το μήνα για δεκαετίες, στη διάρκεια των πιο παραγωγικών ετών της ζωής κάποιου. Η ημικρανία έχει, δυστυχώς, τη δύναμη να επιβαρύνει ή και συχνά να καταστρέψει τη ζωή πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων ανά τον κόσμο, καθώς είναι μία από τις συχνότερες ασθένειες, με τα στοιχεία να δείχνουν πως στην Ευρώπη αφορά ως και το 15% του πληθυσμού.
Ωστόσο, ακόμη και σήμερα σε μια εποχή που η ιατρική μπορεί να προσφέρει πολλές και αποτελεσματικές λύσεις, η ημικρανία παραμένει ένα υποτιμημένο πρόβλημα υγείας, από τους ιατρούς, το οικογενειακό, κοινωνικό και επαγγελματικό περιβάλλον των ασθενών, αλλά και συχνά από τους ίδιους τους ασθενείς.
Σύμφωνα με διεθνή αλλά και ελληνικά στατιστικά στοιχεία, περισσότεροι από τους μισούς ημικρανικούς, οι οποίοι υπολογίζονται σε περίπου ένα εκατομμύριο στην Ελλάδα, παραμένουν χωρίς ποτέ να έχει τεθεί διάγνωση από ιατρό. Αλλά και από τους διαγνωσμένους ασθενείς, οι περισσότεροι δεν λαμβάνουν την καλύτερη δυνατή θεραπεία.
Η υποτίμηση του προβλήματος της ημικρανίας έχει ποικίλες αιτίες. Είναι γεγογός πως για πολλά χρόνια η ιατρική δεν διέθετε επαρκή αντιμετώπιση. Τα παλαιότερα χρόνια μια επίσκεψη στον ιατρό συνήθως δεν κατέληγε πουθενά αλλού, παρά μόνο σε μια γενικόλογη σύσταση περί υπομονής και σε μια συζήτηση περί μιας πιθανής ύφεσης μετά τη μέση ηλικία. Αυτό οδήγησε στην ευρέως διαδεδομένη- αλλά, πλέον, λαθεμένη- εντύπωση πως η ημικρανία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί, άρα και πως η επίσκεψη στον ιατρό δεν έχει νόημα. Το περιβάλλον πολλών ασθενών, κοινωνικό και επαγγελματικό, αλλά πολλές φορές και στο στενό οικογενειακό περιβάλλον συχνά δεν μπορεί να κατανοήσει και να αποδεχθεί πως ένας άνθρωπος μπορεί να υποφέρει τόσο πολύ από έναν πονοκέφαλο, ώστε να φτάνει σε επίπεδο που δεν μπορεί να λειτουργήσει, και δεν είναι καθόλου σπάνιο ημικρανικοί να θεωρείται ότι υπερβάλουν και δεν αντιμετωπίζουν τον πόνο γιατί “δεν είναι αρκετά δυνατοί” για να το κάνουν. Πολλοί ημικρανικοί, πιστεύοντας πως δεν είναι εφικτή η αντιμετώπιση ή αισθανόμενοι ενοχές για αυτό που τους συμβαίνει και διαταράσσει την οικογενειακή και επαγγελματική ζωή τους, αποφεύγουν να αναζητήσουν βοήθεια. Τέλος, η ευρέως διαδομένη αντίληψη, είτε από ημικρανικούς είτε από άτομα του περιβάλλοντος τους, πως είναι υπερβολική και άσκοπη η λήψη ιατρικής φαρμακευτικής αγωγής για ένα πρόβλημα όπως η ημικρανία, εμποδίζει τη λήψη μιας σωστής αγωγής και στρέφει πολλούς ασθενείς σε ατεκμηρίωτες μεθόδους, με αμφίβολα αποτελέσματα. Όλα τα παραπάνω συμβάλουν στην σημερινή πραγματικότητα: Οι περισσότεροι ημικρανικοί υποφέρουν σιωπηλά, χωρίς αναγνώριση και διάγνωση της πάθησης τους, χωρίς κατανόηση από το περιβάλλον τους, χωρίς την κατάλληλη θεραπεία που θα μπορούσε να αλλάξει τη ζωή τους.
Η ιατρική έρευνα έχει ουσιαστικά στρέψει το ενδιαφέρον της στην ημικρανία μόλις τις τελευταίες δεκαετίες. Πληθυσμιακές μελέτες, που αναδεικνύουν το μέγεθος του προβλήματος διενεργήθηκαν στη χώρας μας πολύ πρόσφατα. Η αναγνώριση της ημικρανίας ως μείζονος προβλήματος υγείας, παγκοσμίως, τεκμηριώθηκε μόλις προ τριετίας, με τη δημοσίευση της Global Burden of Disease Study στο περιοδικό Lancet το 2013, η οποία ανέδειξε την ημικρανία ως έκτη σημαντικότερη αιτία πρόκλησης μειωμένης ικανότητας για λειτουργικότητα (Years Lived with Disability). Μάλιστα, αν προστεθεί στην επιβάρυνση που προκαλεί η ημικρανία αυτή που προκαλεί μια άλλη οντότητα, η κεφαλαλγία από κατάχρηση αναλγητικών, η οποία συνήθως κρύβει πίσω της μια χρόνια ημικρανία, μπορούμε να μιλήσουμε για την τρίτη σημαντικότερη αιτία που προκαλεί μειωμένη δυνατότητα για λειτουργικότητα παγκοσμίως, μετά τη χρόνια οσφυαλγία και την κατάθλιψη. Η στροφή της ιατρικής και σε παθήσεις που δεν προκαλούν αυξημένη θνησιμότητα, αλλά διαταράσσουν τη λειτουργικότητα, εμποδίζοντας τους ανθρώπους να λειτουργήσουν είναι απολύτως λογική, καθώς η αντιμετώπιση αυτών των ασθενειών, με τα μέσα που η ιατρική διαθέτει σήμερα και θα αναφερθούν στη συνέχεια, θα έχει τεράστια επίπτωση στο σύνολο της κοινωνίας. Καλύτερη ποιότητα ζωής στον ασθενή, ο οποίος δεν θα χάνει μέρες από τη ζωή του καθηλωμένος στο κρεββάτι από τον πόνο, ούτε θα πασχίζει να λειτουργήσει φυσιολογικά ενώ υποφέρει, όπως συχνά γίνεται. Αλλά και άμεση θετική επίδραση στο οικογενειακό περιβάλλον, κάτι που ίσως δεν είναι εύκολα αντιληπτό παρά μόνο σε άτομα που έχουν στην οικογένεια κάποιον ημικρανικό ασθενή και γνωρίζουν από πρώτο χέρι την επιβάρυνση που προκαλούν οι κρίσεις της ημικρανίας σε μια φυσιολογική οικογενειακή ζωή. Τέλος, στο σύνολο της κοινωνίας, η αντιμετώπιση της ημικρανίας θα οδηγήσει στη μείωση του τεράστιου οικονομικού κόστους που η πάθηση αυτή προκαλεί σήμερα, κυρίως λόγω απουσιών από την εργασία ή μειωμένης παραγωγικότητας.
(Τμήμα από δημοσίευση, στον τόμο “Παγκόσμια βήματα στην Ιατρική 2018”).